- ἄχυλος
- ἄχυλοςwithout juicemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άχυλος — ἄχυλος, ον (Α) 1. ο χωρίς χυμό 2. στεγνός, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + χυλός «χυμός φυτών»] … Dictionary of Greek
ἄχυλον — ἄχυλος without juice masc/fem acc sg ἄχυλος without juice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχύλοις — ἄχυλος without juice masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχύλους — ἄχυλος without juice masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχυλα — ἄχυλος without juice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄχυλοι — ἄχυλος without juice masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχυλία — η (Α ἀχυλία) [άχυλος] νεοελλ. η έλλειψη έκκρισης γαστρικού ή παγκρεατικού υγρού αρχ. στεγνότητα … Dictionary of Greek